- δημοσιεύομαι
- δημοσιεύομαι, δημοσιεύτηκα και δημοσιεύθηκα, δημοσιευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναγράφω — (Α ἀναγράφω) 1. χαράζω, γράφω σε στήλη 2. εγγράφω, καταχωρίζω νεοελλ. παθ. γνωστοποιούμαι μέσω τού τύπου, δημοσιεύομαι αρχ. 1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές) 2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω 3. σύρω… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
δημεύω — (AM δημεύω, Α και δημιεύω) [δήμος] ανακηρύσσω και καταλαμβάνω ως κτήμα τού δημοσίου περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία («το κράτος θα δημεύσει τις περιουσίες τών λιποτακτών») αρχ. 1. δίνω κάτι στον δήμο, παρέχω στον λαό («δεδήμευται κράτος» η… … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek
προπραγματεύομαι — Α [πραγματεύομαι] 1. γράφομαι ή δημοσιεύομαι από πριν 2. μνημονεύομαι ή εκτίθεμαι σε διήγηση προηγουμένως 3. ερευνώμαι από πριν … Dictionary of Greek
βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)